- ντουέ(τ)☼
- το ακλ. дуэт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… … Dictionary of Greek
Λαμπίς, Φελίξ — (Felix Labisse, Ντουέ 1905 – Παρίσι 1982). Γάλλος ζωγράφος. Αρχικά επηρεάστηκε από τον Ένσορ και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 στράφηκε προς τον υπερρεαλισμό. Οι πίνακές του, κυρίως φανταστικοί, περιέχουν πολλές φορές το εφιαλτικό στοιχείο· … Dictionary of Greek
Ντεμπόρντ-Βαλμόρ, Μαρσελίν — (MarcelineDesbordes Valmore, Ντουέ 1786 – Παρίσι 1859). Γαλλίδα ποιήτρια. Η ζωή της υπήρξε μια σειρά από οδυνηρές δοκιμασίες: ο θάνατος της μητέρας της, την οποία είχε ακολουθήσει στη Γουαδελούπη, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης· ένας μεγάλος άτυχος … Dictionary of Greek
Σουριό, Πολ — (Souriau). Γάλλος φιλόσοφος (Ντουέ 1852 Νανσύ 1962). Χρημάτισε καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Μπεζανσόν, του Εξ αν Προβάνς, της Λίλης και της Νανσί. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη φιλοσοφία της τέχνης την οποία κατόρθωσε να εξατομικεύσει διαμέσου… … Dictionary of Greek
Τζαμπολόνια — (Giambologna, εξιταλισμένο όνομα του Jean Boulogne, Ντουέ 1529 – Φλωρεντία 1608). Φλαμανδός γλύπτης, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του ευρωπαϊκού μανιερισμού. Στην Αμβέρσα έκανε την πρώτη γνωριμία του με τις μανιεριστικές τάσεις της… … Dictionary of Greek
Φετίς, Φρανσουά-Ζοζέφ — (Fétis, Μονς 1784 – Βρυξέλλες 1871). Βέλγος μουσικολόγος και συνθέτης. Σπούδασε βιολί και κλαβεσέν, ενώ ως παιδί έψαλλε στη χορωδία της μητρόπολης του Μονς. Έπειτα φοίτησε στο Ωδείο του Παρισιού, εργάστηκε ως οργανοπαίχτης και δάσκαλος της… … Dictionary of Greek